-
1 συν-ουσία
συν-ουσία, ἡ, ion. συνουσίη, das Zusammensein, -leben; ὅσοις προςῆλϑον ἀβλαβεῖξυνο υσίᾳ, Aesch. Eum. 275; ὦ ξυνουσίαι ϑηρῶν ὀρείων, Soph. Phil. 924, d. i. ὦ ϑῆρες συνόντες, u. öfter; auch übtr., ὅταν δὲ πλησϑῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Phil. 516, u. O. C. 63 οὐ λόγοις τιμώμεν' ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ πλέον, nicht durch Worte, sondern mehr durch Gebrauch, durch die That geehrt; ξυνουσία ϑηλύφρων γυναικῶν, Ar. Eccl. 110; vom Zusammenessen, Gelag, Her. 2, 78; eheliche Gemeinschaft, in und außer der Ehe, ἡ τῶν ἀφροδισίων συνουσία, Plat. Conv. 192 c; τοῦ κατὰ φύσιν χρῆσϑαι τῇ τῆς παιδογονίας συνουσίᾳ, Legg. VIII, 838 a; Pol. 6, 6, 2; – übh. Umgang, Unterhaltung, ἵνα συνουσία καὶ διάλογοι ἡμῖν γίγνωνται, Plat. Prot. 338 c; ἡ ὁμιλία καὶ ξυνουσία τοῦ σώματος, Phaed. 81 c; ἡ ἐν οἴνῳ συνουσία, Legg. II, 652 a ( αἱ ἐν τοῖς πότοις σ., Isocr. 1, 32); τὴν περὶ τὰ γράμματα συνουσίαν τῶν μανϑανόντων, Polit. 285 c; τὴν συνουσίαν διαλύσωμεν, Lach. 201 c; ἐν ἱεραῖς τε καὶ εἰρηνικαῖς συνουσίαις, Legg. XII, 950 e; Xen. Cyr. 2, 2, 1 u. öfter; Gastmahl, Pol. 4, 20, 10 u. öfter.
-
2 πιμπλημι
(impf. ἐπίμπλην, fut. πλήσω, aor. ἔπλησα - эп. πλῆσα; pass.: aor. ἐπλήσθην, pf. πέπλησμαι) тж. med.1) наполнять(πήρην σίτου καὴ κρειῶν Hom.; τὸ πλοῖον καλάμης Her.; σπόγγον ὄξους NT.)
π. μένεός τινα Hom. — придать кому-л. силу;πλησάμενοι νῆας Hom. — нагрузив свои корабли;δάκρυσι πλησθείς Thuc. — весь в слезах;ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. — когда ты досыта наглядишься на болезнь (Филоктета);αἱμάτων τινὸς πλησθῆναι Soph. — упиться чьей-л. кровью;πλησθῆναι — (о самках) Arst. забеременеть2) med. ( о времени) исполняться, оканчиваться(ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας NT.) или наступать (ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν NT.)